- σκιέρ
- ο, η, Νάκλ. αθλητής τού σκι, χιονοδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. skieur (βλ. λ. σκι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιέρ — ο (λ. γαλλ.), άκλ., αυτός που κάνει σκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
χιονοδρόμος — ο, η, Ν αθλητής που ασκεί το άθλημα τής χιονοδρομίας ή άτομο που μετακινείται πάνω στο χιόνι χρησιμοποιώντας τα ειδικά χιονοπέδιλα, κν. σκιέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο δρόμος, ποδηλατο δρόμος] … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek